-
1 λυρικά
λυρικόςof: neut nom /voc /acc plλυρικά̱, λυρικόςof: fem nom /voc /acc dualλυρικά̱, λυρικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 λυρικός
λυρικός, zum Spielen auf der Lyra gehörig, zur Lyra zu singen, mit der Lyra begleitet, ὁ λυρικός, der lyrische Dichter, Plut. Num. 4 u. Anth., λυρικὰ ᾄσματα od. μέλη, lyrische Gedichte.
-
3 σύστημα
A whole compounded of several parts or members, system, Pl.Epin. 991e, Arist.GA 740a20; of the composite whole of soul and body, Epicur.Ep.1p.21U.;τὸ ὅλον σ. τοῦ σώματος D.H. Rh.10.6
.b in literary sense, composition, ἐποποιικὸν σ. [ πραγμάτων] Arist.Po. 1456a11; λυρικὰ ς. SIG660.3 (Delph., ii B.C.);τέχνη ἐστὶ σ. ἐκ καταλήψεων συγγεγυμνασμένων Zeno Stoic.1.21
, cf. Arr.Epict.1.20.5; of the syllogism, S.E.P.2.173.2 organized government, constitution, Pl.Lg. 686b, Arist.EN 1168b32;σ. δημοκρατίας Plb.2.38.6
, cf. 6.10.14; τὸ ἐκ θεῶν καὶ σοφῶν ς. Diog.Bab.Stoic.3.241; confederacy,σ. τῶν Ἀχαιῶν Plb.2.41.15
, cf. 9.28.2; τὸ Ἀμφικτιονικὸν ς. SIG 761 A 16 (Delph., i B.C.), Delph.3(1).480.16; band of partisans, J.AJ20.9.4; σ. τοῦ γένους ἡμῶν, of a Jewish community, Id.Ap.1.7:—it seems to have meant also a company or guild, CIG2508 (Cos, [dialect] Dor. [full] σύστα-μα), 2562 ([place name] Hierapytna), 2699 ([place name] Mylasa); or a committee, τῆς γερουσίας ib.2930 ([place name] Tralles).3 body of soldiers, corps, usu. of a definite number, like τάγμα, σύνταγμα, σ. μισθοφόρων, ἱππέων, etc., Plb.1.81.11, 30.25.8, etc.; but τὸ τῆς φάλαγγος ς. the phalanx itself, Id.5.53.3.4 generally,flock, herd, Plb.12.4.10;τὰ βασιλικὰ σ. τῶν ἱπποτροφιῶν Id.10.27.2
.5 college of priests or magistrates, Id.21.13.11, Str.17.1.29, etc.; of the Roman Senate, Plu. Rom.13, cf. Lib.Or.11.146.6 in Music, system of intervals, scale, Pl.Phlb. 17d; σ. ἐναρμόνια, ὀκτάχορδα, Aristox.Harm.p.2 M., cf. Ph.1.10, Plu.2.1142f, Cleonid.Harm.1.7 in Metre, metrical system, as in Anapaestics, Heph. Poë.3.8 Medic., accumulation of sediment, Hp.Epid.7.83; τὰ τῶν ὑδάτων ς. LXX Ge.1.10 (v.l. συστέματα), cf. Ezek.Exag. 134, Sotion p.183 W.9 Medic., the pulse-beats taken collectively, Gal.9.279.10 machine, apparatus, Apollod.Poliorc.138.13.--The word first occurs in Hp. and Pl., but is chiefly used in later Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστημα
-
4 λυρικός
λυρικός, zum Spielen auf der Lyra gehörig, zur Lyra zu singen, mit der Lyra begleitet, ὁ λυρικός, der lyrische Dichter; λυρικὰ ᾄσματα od. μέλη, lyrische Gedichte
См. также в других словарях:
λυρικά — λυρικός of neut nom/voc/acc pl λυρικά̱ , λυρικός of fem nom/voc/acc dual λυρικά̱ , λυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Andreas Calvos — Pour les articles homonymes, voir Calvos. André Calvos … Wikipédia en Français
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek